Ήταν χτυπημένο και γρατσουνισμένο
κι ο δημοπράτης το είδε σαν κόπο χαμένο
να σπαταλήσει την ώρα του μ'αυτό το παλιό βιολί,
το κράτησε όμως ψηλά χαμογελώντας
"Τι προσφέρετε", ρώτησε "καλοί μου άνθρωποι γι' αυτό",
"ποιος θα δώσει, στη θέση, μου την αρχική τιμή΄"
"Ένα δολάριο, ένα δολάριο", μετά δύο!
Μόνο δύο;
"Δύο δολάρια, και ποιος θα τα κάνει τρία;"
"Δύο δολάρια, ένα
δύο δολάρια, δύο.
Πάμε για τρία..."
Αλλά όχι κανείς,
Από το βάθος της αίθουσας σηκώθηκε ένας γκριζομάλλης
κι ήρθς κι άρπαξε στο χέρι το δοξάρι.
Σκούπισε από το παλιό βιολί τη σκόνη,
και τέντωσε τις χαλαρές χορδές,
έπαιξε μια μελωδία καθάρια και γλυκιά
θυμίζοντας χαρμόσυνες αγγελικές ωδές.
Η μουσική σταμάτησε κι ο δημοπράτης,
με φωνή ήρεμη και χαμηλή είπε:
"Τι προσφέρετε για το παλιό βιολί΄"
Και το κράτησε ψηλά με το δοξάρι.
"Χίλια δολάρια, και ποιος θα τα κάνει δυο
Δυο χιλιάδες! και ποιος θα τα κάνει τρεις;
Τρεις χιλιάδες , μια φορά, τρεις χιλιάδες δυο φορές,
τρεις χιλιάδες και κατοχυρώνεται" είπε.
Ο κόσμος κραύγασε,
αλλά κάποιοι ρώτησαν με απορία ποιος ήταν ο λόγος,
"Δεν καταλαβαίνουμε ποιος ήταν ο λόγος,
που έκανε ν' αλλάξει η αρχκή του τιμή;"
Το άγγιγμα ενός δεξιοτέχνη"
ήρθε η απάντηση στη στιγμή.
Κα πολλοί άνθρωποι με ζωή ξεκουρδισμένη,
χτυπημένοι και γρατσουνισμένοι από την αμαρτία,
προσφέρονται στη δημοπρασία σε τιμή πεσμένη
κι αγοράνται φτηνά από το ανήξερο πλήθος
όπως το παλιό βιολί.
Ένα πιάτο σούπα, ένα ποτήρι κρασί.
Ένα παιχνίδι - και πάει παρακάτω.
"Πάει" μια, και "πάει" δυο,
"πάει" και κοντεύει να πουληθεί,
αλλά να, ο αριστοτέχνης δεν αργεί
και το ανόητο πλήθος δεν μπορεί ν' αντιληφθεί
την αξία μιας ψυχής και την αλλαγή που φέρνει
του μεγάλου μάστορα η αφή.
Myra B. Welch
από το βιβλίο "Βάλσαμο για την ψυχή" των Jack Canfield και Mark Viktor Hansen των εκδόσεων διόπτρα
κι ο δημοπράτης το είδε σαν κόπο χαμένο
να σπαταλήσει την ώρα του μ'αυτό το παλιό βιολί,
το κράτησε όμως ψηλά χαμογελώντας
"Τι προσφέρετε", ρώτησε "καλοί μου άνθρωποι γι' αυτό",
"ποιος θα δώσει, στη θέση, μου την αρχική τιμή΄"
"Ένα δολάριο, ένα δολάριο", μετά δύο!
Μόνο δύο;
"Δύο δολάρια, και ποιος θα τα κάνει τρία;"
"Δύο δολάρια, ένα
δύο δολάρια, δύο.
Πάμε για τρία..."
Αλλά όχι κανείς,
Από το βάθος της αίθουσας σηκώθηκε ένας γκριζομάλλης
κι ήρθς κι άρπαξε στο χέρι το δοξάρι.
Σκούπισε από το παλιό βιολί τη σκόνη,
και τέντωσε τις χαλαρές χορδές,
έπαιξε μια μελωδία καθάρια και γλυκιά
θυμίζοντας χαρμόσυνες αγγελικές ωδές.
Η μουσική σταμάτησε κι ο δημοπράτης,
με φωνή ήρεμη και χαμηλή είπε:
"Τι προσφέρετε για το παλιό βιολί΄"
Και το κράτησε ψηλά με το δοξάρι.
"Χίλια δολάρια, και ποιος θα τα κάνει δυο
Δυο χιλιάδες! και ποιος θα τα κάνει τρεις;
Τρεις χιλιάδες , μια φορά, τρεις χιλιάδες δυο φορές,
τρεις χιλιάδες και κατοχυρώνεται" είπε.
Ο κόσμος κραύγασε,
αλλά κάποιοι ρώτησαν με απορία ποιος ήταν ο λόγος,
"Δεν καταλαβαίνουμε ποιος ήταν ο λόγος,
που έκανε ν' αλλάξει η αρχκή του τιμή;"
Το άγγιγμα ενός δεξιοτέχνη"
ήρθε η απάντηση στη στιγμή.
Κα πολλοί άνθρωποι με ζωή ξεκουρδισμένη,
χτυπημένοι και γρατσουνισμένοι από την αμαρτία,
προσφέρονται στη δημοπρασία σε τιμή πεσμένη
κι αγοράνται φτηνά από το ανήξερο πλήθος
όπως το παλιό βιολί.
Ένα πιάτο σούπα, ένα ποτήρι κρασί.
Ένα παιχνίδι - και πάει παρακάτω.
"Πάει" μια, και "πάει" δυο,
"πάει" και κοντεύει να πουληθεί,
αλλά να, ο αριστοτέχνης δεν αργεί
και το ανόητο πλήθος δεν μπορεί ν' αντιληφθεί
την αξία μιας ψυχής και την αλλαγή που φέρνει
του μεγάλου μάστορα η αφή.
Myra B. Welch
από το βιβλίο "Βάλσαμο για την ψυχή" των Jack Canfield και Mark Viktor Hansen των εκδόσεων διόπτρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου