Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

Οι αρετές του χώρου της καρδιάς

...Στην αρετή της συγχωρητικότητος κάποιος δέχεται, φιλοξενεί τον αδελφό μέσα του. Αν είναι υποχωρητικός, μαζεύεται και ο ίδιος,δεν έχει αξιώσεις για τον εαυτό του. Όταν είναι καλλιεργημένος στην αναχώρηση, εγκαταλείπει πλεόν και το θέλημα και τις απαιτήσεις του. Αν ζει τον πλατυσμό της Καινής Διαθήκης, το άνοιγμα, την απλότητα, το άπλωμα της καρδιά, δέχεται τον ίδιο τον Χριστό μέσα στην λαρδιά του και βιώνει, όχι τον πόθο, αλλά ως εμπειρία, τον πλατυσμό της Παλαιάς Διαθήκη, την ανακούφιση της αλήθειας, την παρηγοριά της ελευθερίας, τη χωρητικότητα του έσω ανθρώπου, τη χαρά...
...Περιχώρηση είναι η κατάσταση κατά την οποία χωρεί όλος ο άνθρωπος στον Θεό. Με τον πλατυσμό ο άνθρωπος γίνεται κατά χάριν τόσο μεγάλος που μπορεί να δεχθεί τον "αχώρητο παντί" Θεό. Αυτή είναι η κατάσταση του ανθρώπου που δεν πλησιάζει μόνο τον ουρανό στη γη, αλλά μεταμορφώνει και τη γη σε ουρανό...

                                                               "Από το καθ' ημέραν στο καθ' ομοίωσιν"
                                                  Νικολάου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής
                                                                              εκδόσεις εν πλω

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Στις 5 Δεκεμβρίου 1955 ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης μπαίνει κρυφά στο σχολείο και αφήνει στην έδρα ένα σημείωμα:


Παλιοί συμμαθηταί, Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης 

Στις 14 Μαρτίου 1955 σε ηλικία 18  χρόνων απαγχονίζεται από τους Άγγλους κατακτητές της Κύπρου γιατί έμεινε πιστός μέχρι τέλους στον όρκο του για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Γράφει ο δάσκαλος Φώτης Βαρέλης :

Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοί συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι;
- Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος. Και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα,
πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Το άγγιγμα του δεξιοτέχνη

Ήταν χτυπημένο και γρατσουνισμένο
κι ο δημοπράτης το είδε σαν κόπο χαμένο
να σπαταλήσει την ώρα του μ'αυτό το παλιό βιολί,
το κράτησε όμως ψηλά χαμογελώντας
"Τι προσφέρετε", ρώτησε "καλοί μου άνθρωποι γι' αυτό",
"ποιος θα δώσει, στη θέση, μου την αρχική τιμή΄"
"Ένα δολάριο, ένα δολάριο", μετά δύο!
Μόνο δύο;
"Δύο δολάρια, και ποιος θα τα κάνει τρία;"
"Δύο δολάρια, ένα
δύο δολάρια, δύο.
Πάμε για τρία..."
Αλλά όχι κανείς,
Από το βάθος της αίθουσας σηκώθηκε ένας γκριζομάλλης
κι ήρθς κι άρπαξε στο χέρι το δοξάρι.
Σκούπισε από το παλιό βιολί τη σκόνη,
και τέντωσε τις χαλαρές χορδές,
έπαιξε μια μελωδία καθάρια και γλυκιά
θυμίζοντας χαρμόσυνες αγγελικές ωδές.
Η μουσική σταμάτησε κι ο δημοπράτης,
με φωνή ήρεμη και χαμηλή είπε:
"Τι προσφέρετε για το παλιό βιολί΄"
Και το κράτησε ψηλά με το δοξάρι.
"Χίλια δολάρια, και ποιος θα τα κάνει δυο
Δυο χιλιάδες! και ποιος θα τα κάνει τρεις;
Τρεις χιλιάδες , μια φορά, τρεις χιλιάδες δυο φορές,
τρεις χιλιάδες και κατοχυρώνεται" είπε.

Ο κόσμος κραύγασε,
αλλά κάποιοι ρώτησαν με απορία ποιος ήταν ο λόγος,
"Δεν καταλαβαίνουμε ποιος ήταν ο λόγος,
που έκανε ν' αλλάξει η αρχκή του τιμή;"
Το άγγιγμα ενός δεξιοτέχνη"
ήρθε η απάντηση στη στιγμή.

Κα πολλοί άνθρωποι με ζωή ξεκουρδισμένη,
χτυπημένοι και γρατσουνισμένοι από την αμαρτία,
προσφέρονται στη δημοπρασία σε τιμή πεσμένη
κι αγοράνται φτηνά από το ανήξερο πλήθος
όπως το παλιό βιολί.
Ένα πιάτο σούπα, ένα ποτήρι κρασί.
Ένα παιχνίδι - και πάει παρακάτω.
"Πάει" μια, και "πάει" δυο,
"πάει" και κοντεύει να πουληθεί,
αλλά να, ο αριστοτέχνης δεν αργεί
και το ανόητο πλήθος δεν μπορεί ν' αντιληφθεί
την αξία μιας ψυχής και την αλλαγή που φέρνει
του μεγάλου μάστορα η αφή.

                                           Myra B. Welch

από το βιβλίο "Βάλσαμο για την ψυχή" των Jack Canfield και Mark Viktor Hansen των εκδόσεων διόπτρα